- ξυρουργός
- ξυρουργός, -όν (Α)αυτός που κουρεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυρουργός — tonsorial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρουργόν — ξυρουργός tonsorial masc/fem acc sg ξυρουργός tonsorial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek